καταχρηστικῇ

καταχρηστικῇ
καταχρηστικός
misused
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άνευ — (AM ἄνευ) (πρόθ. καταχρηστική που προτάσσεται και σπάνια επιτάσεται στην Αρχαία) χωρίς, δίχως νεοελλ. φρ. «είναι εκ των ων ουκ άνευ» είναι απαραίτητος μσν. (και ως σύνδ.) εκτός (αν), παρά μόνο, αλλά αρχ. 1. μακριά 2. άσχετα από κάτι 3. εκτός του… …   Dictionary of Greek

  • δημοψήφισμα — Όρος που υποδηλώνει δύο αρκετά διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, δ. είναι ο θεσμός με τον οποίο το εκλογικό σώμα καλείται να αποφασίσει, με άμεσο τρόπο, για τη χρησιμότητα ορισμένων νομοθετικών ή συνταγματικών πράξεων. Όπως προκύπτει… …   Dictionary of Greek

  • εκάς — ἑκάς, αττ. τ. ἕκας (Α) επίρρ. 1. μακριά, μακριά από, σε απόσταση («ἑκὰς οἱ βέβηλοι») 2. (με γεν. ως καταχρηστική πρόθεση) μακριά από κάποιον ή από κάτι, εκτός 3. προ πολλού 4. μετά από πολύ χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη από το θ.… …   Dictionary of Greek

  • μέχρι — και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις) (χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.) 1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ. δ. «ὥστ… …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… …   Dictionary of Greek

  • ούνεκα — οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α) (αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα) 1. γι αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.) 2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ ἕνεκά σφιν... ἄλγεα …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • υπάκουσις — ακούσεως, ἡ, Α [ὑπακούω] 1. (σχετικά με λέξη) σημασία («ὑπάκουσις καταχρηστική», Φιλοδ.) 2. ανταπόκριση 3. πιθ. υπακοή …   Dictionary of Greek

  • φιλόδενδρος — η, ο / φιλόδενδρος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το φιλόδενδρο βοτ. α) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αροϊδες και το οποίο περιλαμβάνει 200 250 είδη μικρών δένδρων, αναρριχώμενων θάμνων, επίφυτων και,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”